Ας την πούμε Άννα. Η Αννούλα ξεκίνησε να μιλά όταν ήταν 8 μηνών.
Δέκα μήνες αργότερα χρησιμοποιούσε ήδη μεγάλες προτάσεις με σωστή γραμματική και συντακτικό ενώ είχε ιδιαίτερα πλούσιο λεξιλόγιο. Αντιλαμβανόμενοι ότι κάτι πάει στραβά, ή έστω πάρα πολύ καλά, οι γονείς της την πήγαν σε μια «ειδικό». Η παιδίατρος έβαλε στο παιδί το πρώτο τεστ, μια άσκηση με κύβους. Η Άννα την ξεπέταξε σε χρόνο dt. «Κυρία Θωμαΐδου, μπορούμε παρακαλώ να κάνουμε πιο ενδιαφέροντα πράγματα;» είπε στη γιατρό, βάζοντας πεινασμένη το στόμα στο στήθος της μητέρας της.
Η Λωρέττα Θωμαΐδου σταματά να μιλά βλέποντας τα γουρλωμένα μάτια μου. «Ε ναι, θήλαζε ακόμα το παιδί. Μπορεί το τεστ να την έβγαλε 3,5 ετών, αλλά η πραγματική της ηλικία ήταν μόλις 17 μηνών». Είμαι στο υπόγειο του νέου κτιρίου του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαϊα Κυριακού», εκεί όπου βρίσκεται η Μονάδα Αναπτυξιακής Παιδιατρικής της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εδώ παρακολουθούνται συστηματικά 25 παιδιά που έχουν χαρακτηριστεί «χαρισματικά» -ανάμεσα τους και η Άννα. Στους τοίχους κρέμονται οι ζωγραφιές τους, σε ένα άλλο σημείο ένα κολάζ με τις πολιτικές γελοιογραφίες του Θεμιστοκλή. Τις έκανε στα επτά του.
Η κ. Θωμαϊδου, επιστημονική υπεύθυνη της Μονάδας, μου εξηγεί τα χαρακτηριστικά αυτής της κατηγορίας παιδιών, που αντιπροσωπεύουν αρκετά λιγότερο από το 1% του παιδικού πληθυσμού. «Δεν είναι απλώς έξυπνα. Μπορεί ο δείκτης ευφυίας τους να κυμαίνεται κατά μέσο όρο μεταξύ 148 έως 180, όμως ο αριθμός αυτός δεν αποτυπώνει τον πλούτο των ικανοτήτων τους, την ταχύτητα αντίληψης, την ευκολία αφομοίωσης, το κριτικό πνεύμα τους». Όπως λέει, τα χαρισματικά παιδιά δεν βρίσκουν απλώς λύσεις σε δύσκολα προβλήματα αλλά επινοούν και νέες. Γι’ αυτά, τίποτα δεν είναι δεδομένο, αυτονόητο. Κάθε πρόβλημα έχει και διαφορετική λύση και κάθε ερώτημα και άλλη απάντηση. Έχουν μεγάλη περιέργεια και δίψα για μάθηση, αστείρευτη ενέργεια, επιμονή σ’ αυτό που κάνουν και αυτοπεποίθηση. Διαθέτουν δημιουργικό τρόπο σκέψης, κλίση στην επιστήμη ή την τέχνη, αρχηγικές ικανότητες, συναισθηματική σταθερότητα.
Τα παιδιά που παρακολουθούνται στη Μονάδα είναι 3 έως 15 ετών, τα 18 αγόρια. Ο δείκτης νοημοσύνης τους είναι μεταξύ 148 και 190 μονάδες. Αφότου «διαγνώστηκαν», παρακολουθείται η εξέλιξή τους περίπου κάθε εξάμηνο. «Να φανταστείτε ότι τα πέντε από αυτά παραπέμφθηκαν σε εμάς για ‘μαθησιακές δυσκολίες’. Είναι σύνηθες οι δάσκαλοι να θεωρούν ότι τα προικισμένα παιδιά έχουν κάποια μαθησιακή διαταραχή, αλλά αυτά απλώς βαριούνται στην τάξη, επειδή τα έχουν αφομοιώσει όλα από την πρώτη στιγμή. Έχουν την τάση επίσης να κάνουν ‘δύσκολες’, άβολες ερωτήσεις στο δάσκαλο, αλλά και στους γονείς».
Μου μιλά για τον Ηλία. Ο Ηλίας είχε μάθει να διαβάζει μόνος του πολύ πριν πάει στο σχολείο. Ήδη από τεσσάρων ετών, ακούγοντας και παρατηρώντας τον αδερφό του να διαβάζει, έμαθε κι αυτός. Μια μέρα οι γονείς του του έδειξαν ένα αρχαίο κείμενο. Όχι μόνο μπορούσε με ευκολία να το διαβάσει, αλλά το κατανοούσε κιόλας. Στα 4,5 μπορούσε να υπολογίζει την τετραγωνική ρίζα οποιουδήποτε αριθμού. Μπορούσε να κάνει πολύπλοκες μαθηματικές σκέψεις, που προϋπέθεταν γνώση πολλαπλασιασμού και διαίρεσης που δεν είχε διδαχθεί ποτέ. Τον ρωτούσαν «πώς το κάνεις;» και εξηγούσε «μα είναι απλό, απλά πολλαπλασιάζω». «Ένα από τα σημάδια που μπορεί να ευαισθητοποιήσει τους γονείς ή τον παιδίατρο να υποπτευθεί τις εξαιρετικές τους ικανότητες από νωρίς είναι ότι μαθαίνουν να διαβάζουν μόνα τους πολύ πριν πάνε στο σχολείο χωρίς να τους έχει διδάξει κανείς» λέει η κ. Θωμαΐδου.
Ο Θεμιστοκλής είχε μάθει μόνος του να γράφει. Στα έξι έγραφε εξαιρετικές εκθέσεις, ονειρεμένα κείμενα που έλεγες ότι βγήκαν από το μυαλό κάποιου φοιτητή. Ήταν επίσης πολύ καλός στα μαθηματικά, ενώ είχε μάθει μόνος του να παίζει κιθάρα. Όχι μόνο ήξερε τις νότες και είχε μάθει το όργανο, αλλά συνέθετε και μουσικά κομμάτια. Όταν ήταν επτά ετών, στη Β’ Δημοτικού, ο δάσκαλός του, που είχε σαστίσει από τα πολλά ταλέντα του, τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. «Το παιδί αυτό χρειάζεται έναν έλεγχο ‘υπερευφυίας’» είχε πει χαρακτηριστικά ο εκπαιδευτικός. Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο παρέπεμψε το Θεμιστοκλή στη Μονάδα Αναπτυξιακής Παιδιατρικής. Διαγνώστηκε «χαρισματικός». «Εκτός των άλλων βρήκαμε ότι ήταν εκπληκτικός σκιτσογράφος» λέει η κ. Θωμαΐδου. «Μεσολαβήσαμε λοιπόν ώστε να δημοσιεύει τα σκίτσα του σε εφημερίδα. Γράφτηκε επίσης στη Μαθηματική Εταιρεία και σε σχολή μουσικής. Είναι σημαντικό αυτά τα παιδιά να εξασκούν τα ταλέντα τους, να κάνουν παράπλευρες δραστηριότητες. Ένα παιδί που είναι καλό στα μαθηματικά, πχ, να ασχοληθεί με το σκάκι. Βρίσκονται σε περιβάλλον όπου δεν βαριούνται και δεν νιώθουν ‘περίεργοι’».
Τη Ρίτα την είχε στείλει η δασκάλα της στη Μονάδα γιατί είχε διαπιστώσει «μαθησιακές δυσκολίες». Η Ρίτα ήταν κόρη μετανάστριας από την Αλβανία. Η μαμά της δούλευε σε μια βιοτεχνία. Αμέσως διαπιστώθηκε ότι το παιδί είχε πολύ υψηλό IQ, ενώ και τα υπόλοιπα τεστ την έβγαλαν χαρισματική. Η μαμά της είπε στους ανθρώπους της Μονάδας ότι όταν ήταν τριών ετών είχε σπάσει το ποδαράκι της. Στο νοσοκομείο, φίλες της οικογένειας της είχαν φέρει βιβλία να ξεφυλλίσει. Με τρόμο η μαμά της διαπίστωσε ότι το παιδί διάβαζε κανονικά. Την έπιασε πανικός. Πήρε τα βιβλία και της έδωσε να παίξει με κούκλες. Το παιδί σπάραξε στο κλάμα. Η κ. Θωμαΐδου μού εξηγεί ότι τα παιδιά αυτά βιώνουν ως δράμα να τους πάρεις πίσω τον κόσμο που μόλις ανακάλυψαν. «Δυστυχώς, όταν η μητέρα της Ρίτας άκουσε ότι το παιδί της είναι χαρισματικό, την πήρε και δεν την ξαναέφερε ποτέ. Λυπάμαι πολύ που χάσαμε αυτό το παιδί. Όμως δεν είναι σπάνιο να χάνεις παιδιά μεταναστών, όπως και κορίτσια. Τα παιδιά αυτά σπάνια παραπέμπονται στους ειδικούς, δεν αντιμετωπίζονται».
Γενικότερα υπολογίζεται ότι το 50% των προικισμένων παιδιών, δεν αναπτύσσουν ποτέ τις ικανότητες και τα ταλέντα τους, γιατί δεν τυγχάνουν σωστής αντιμετώπισης. Όπως λέει η κ. Θωμαΐδου, πολύ συχνά οι γονείς από φόβο δεν ασχολούνται μαζί τους και δεν ικανοποιούν την έμφυτη περιέργειά τους. Άλλοι αντίθετα, μπορεί να διακρίνουν τα χαρίσματα του παιδιού τους, αλλά φτάνουν να τα πιέζουν θέλοντας να ικανοποιήσουν τις δικές τους προσδοκίες. «Χρειάζεται αποδοχή, κατανόηση, ευαισθησία και ευελιξία». Η ισορροπία είναι δύσκολη, γιατί ακόμα και τα χαρισματικά παιδιά παραμένουν παιδιά. Μπορεί ένας τετράχρονος να μιλάει, να σκέπτεται και να διαβάζει σαν ένα παιδί 8 χρονών, αλλά έχει τις ίδιες συναισθηματικές ανάγκες με ένα παιδί της ηλικίας του.
Δυστυχώς, τα ταλέντα τους σπάνια ανιχνεύονται στο ελληνικό σχολείο, ενώ ακόμα και αν διαπιστωθούν δεν υπάρχει πρόβλεψη για την ανάπτυξή τους, όπως για παράδειγμα η δυνατότητα να τοποθετηθούν σε μεγαλύτερες τάξεις σε κάποια μαθήματα. «Κάνει εντύπωση ότι ενώ σε όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες χώρες υπάρχει πρόβλεψη για τα παιδιά με χαμηλή νοημοσύνη, δεν υπάρχει κάτι ανάλογο για τα παιδιά με υψηλή νοημοσύνη. Λανθασμένα πιστεύουν πολλοί ότι είναι τόσο έξυπνα που μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους».
Λίνα Γιάνναρου
vice.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου